- αφορίζω
- (AM ἀφορίζω) [ορίζω]αποκόπτω κάποιον πιστό από το σώμα της Εκκλησίαςνεοελλ.Ι. (η μτχ. παθ. παρακμ.) αφορισμένος και αφορεσμένος, -η, -ο1. αυτός που έχει αφοριστεί από τις εκκλησιαστικές αρχές2. ο καταραμένος3. αισχρός, διεστραμμένοςαρχ.Ι.1. ορίζω τα όρια ενός τόπου2. έχω ως σύνορο3. καθορίζω, δίνω τον ορισμό ενός πράγματος4. αποκόπτω, αποχωρίζω5. φέρω σε πέρας, τελειώνω6. εξοστρακίζω, εξορίζω7. διαλέγω, ξεχωρίζω για ένα αξίωμα ή υπούργημα8. ἀφορίζομαιαποσπώ, ξεχωρίζω για τον εαυτό μου, αποκτώII. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.)1. «οὐσία ἀφωρισμένη» — υποθηκευμένη περιουσία2. ως ουσ. τὰ ἀφωρισμέναορισμένες υποθέσεις3. (η μτχ. ενεργ. αορ. ως επίρρ.) ἀφορίσαςορισμένως, οριστικάIII. φρ.1. «ἀφορίζομαι περί τινος» — παρέχω, κάνω ορισμένες προτάσεις για μια υπόθεση2. «ἔκ τινων ἀφωρισμένων» — από ορισμένη τάξη ή κατηγορία ανθρώπων3. «ἀφωρισμένος τέχνην» — έχοντας διαλέξει για τον εαυτό μου ή έχοντας ως επάγγελμα μια τέχνη.
Dictionary of Greek. 2013.